Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πηγαίνω γύρω

  • 1 обойти

    обойти 1) (вокруг чего-л.) κάνω γύρο, πηγαίνω γύρω- γύρω 2) (побывать всюду) επισκέπτομαι, περιφέρομαι ◇ \обойти молчанием αποσιωπώ
    * * *
    1) (вокруг чего-л.) κάνω γύρο, πηγαίνω γύρω-γύρω
    2) ( побывать всюду) επισκέπτομαι, περιφέρομαι
    ••

    обойти́ молча́нием — αποσιωπώ

    Русско-греческий словарь > обойти

  • 2 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

  • 3 обернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрнутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. (περι)τυλίγω•

    обернуть шарф вокруг шя περιτυλίγω το κασχόλ γύρω στο λαιμό.

    2. περικαλύπτω, ντύνω.
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.)• γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    обернуть лицо στρέφω το πρόσωπο•

    обернуть дело в свою пользу γυρίζω την υπόθεση με το μέρος μου (προς όφελος μου).

    4. μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταμορφώνω.
    5. παλ. θέτω, βάζω σε κυκλοφορία
    деньги βάζω σε κυκλοφορία χρήματα.
    6. βλ. обернуться (2 σημ.).
    ανατρέπω, αναποδογυρίζω•

    обернуть лодку αναποδογυρίζω τη βάρκα.

    || εκτελώ, κάνω όλες τις απαραίτητες δουλειές.
    εκφρ.
    - вокруг (кругом) пальца – παίζω στα δάχτυλα, (τον, την κλπ.) έχω του χεριού μου, υποχείριο, κάνω όπως θέλω.
    1. γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    он -лся в сторону, назад αυτός γύρισε πλάγια, πίσω.

    || περιστρέφομαι, κάνω στροφές. || μτφ. παίρνω τροπή, κατεύθυνση•

    дела -лись хорошо τα πράγματα πήραν καλή τροπή.

    2. πηγαίνω με επιστροφή, επιστρέφω, γυρίζω.
    3. τα καταφέρω, τα βολεύω, τα βγάζω πέρα.
    4. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, μεταμορφώνομαι.
    5. ξοδεύομαι, πηγαίνω, αντιστοιχώ κυκλοφορώ (για χρήματα).
    6. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, (περι) καλύπτομαι, σκεπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обернуть

  • 4 за

    за
    предлог с вин. и твор. под.
    1. (сзади, позади, вне) πίσω, πέρα, ἀπό, ὀπισθεν / πέραν (по ту сторону):
    уехать за город φεύγω γιά τήν ἐξοχή· жить за городом μένω στά προάστεια· стать за дерево στέκομαι πίσω ἀπό τό δέντρο·
    2. (около, возле, вокруг) σέ, είς, κοντά, γύρω ἀπό:
    садиться за стол κάθομαι στό τραπέζι· сидеть за работой κάθομαι καί δουλεύω, εἶμαι στρωμένος στή δουλειά·
    3. (на расстоянии) σέ ἀπόσταση:
    за сто километров от Ленинграда σέ ἀπόσταση ἐκατό χιλιομέτρων ἀπό τό Λένινγκραντ·
    4. (раньше на какое-л. время) πρίν, πρό:
    за три дня до праздников τρεις μέρες πρίν ἀπό τίς γιορτές·
    5. (в течение) στή διάρκεια σέ:
    заработок за год ὁ ἐτήσιος μισθός· многое сделано нами за неделю μέσα σέ μιά ἐβδομάδα κάναμε πολλή δουλειά·
    6. (следом) πίσω ἀπό, μετά ἀπό:
    вслед за кем-л. μετά κάποιον, πίσω ἀπό κάποιον идите за мной ἀκολουθείστε με, ἐλἄτε μαζύ μου· друг за другом ὁ ἔνας πίσω ἀπό τόν ἀλλον гнаться за вором κυνηγῶ τόν κλέφτη·
    7. (при прикосновении):
    брать за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·
    8. (при указании цели действия) γιά, ὑπέρ:
    бороться за мир ἀγωνίζομαι γιά τήν είρήνη·
    9. (вместо) γιά:
    работать за двоих ἐργάζομαι γιά δυό·
    10. (при указании стоимости, цены):
    купить за двадцать пять рублей ἀγοράζω των είκοσι πέντε ρουβλιών за наличные деньги τοις μετρητοίς·
    11. (при указании лица, предмета, который нужно достать, привести):
    идти́ за водой πηγαίνω γιά νερό· посылать за доктором στέλνω νά φέρω γιατρό, φωνάζω τό γιατρό·
    12. (вследствие) λόγω, ἐνεκα, ἐξ αἰτίας:
    за недостатком времени ἀπό Ελλειψη χρόνου·
    13. (по причине) λόγω, ἐξ αίτιας, ἐνεκα:
    награждать за что-л. βραβεύω γιά κάτι· ◊ приниматься за работу ἀρχίζω τή δουλειά· ей за 50 лет εἶναι πάνω ἀπό 50 χρονών за подписью кого́-л. μέ τήν ὑπογραφή ὁποιουδήποτἐ за Здоровье кого́-л. στήν ὑγεία κάποιου· за ваше здоровье στήν ὑγειά σας· за исключением ἐκτος, ἐξαιρέσει· за и против ὑπέρ καί κατά· ни за что (на свете) γιά τίποτα στον κόσμο, ἐπ' ούδενί τρόπω· за <^ет кого-л. а) γιά λογαριασμό κάποιου, °) σέ βάρος κάποιου (в ущерб кому-л.)· шаг за шагом βήμα προς βήμα· за мой счет μέ δικά μου Ιξοδα.

    Русско-новогреческий словарь > за

  • 5 к

    κ. ко (πρόθεση με δοτ. πτ.).
    1. (σημαίνει κατεύθυνση, κίνηση κατευθυντήρια)• προς, για, στον, στην, στο κ.τ.τ. иду к брату πηγαίνω στον αδερφό•

    приблизиться к реке πλησιάζω στο ποτάμι•

    обратитесь к директору απευθυνθήτε στο διευθυντή•

    воззвание ко всем трудящимся έκκληση προς όλους τους εργαζόμενους•

    зима подходит к концу ο χειμώνας κοντεύει να βγει.

    2. (για χρόνο)• κατά, περίπου, γύρω, κοντά•

    к утру больной почувствовал себя лучше κατά το πρωί ο άρρωστος αισθάνθηκε τον. εαυτό του καλύτερα•

    приходите к 9 часам ελάτε κατά τις 9 η ώρα•

    к вечеру κατά το βράδυ.

    3. (προορισμό, σκοπό) για, δια•

    подарок к дню рождения δώρο για τα γενέθλια•

    игрушки к ёлке παιγνίδια για το πρωτοχρονιάτικο δέντρο•

    принять, к сведению παίρνω υπ όψη•

    принять к исполнению παίρνω για εκτέλεση•

    запонка к воротнику κουμπί για γιακά.

    4. (για στερέωση, ένωση, πρόσθεση κλπ.) στον, στην, στο•

    приклеить к стене κολλώ στον τοίχο•

    к пяти прибавить три στο πέντε προσθέτω τρία.

    5. ως προς, σχετικά προς• προς•

    он расположен ко мне αυτός είναι καλοδιαθε-τημένος προς εμένα•

    любовь к детям αγάπ,η προς τα παιδιά.

    6. με•

    лицом к лицу πρόσωπο με πρόσωπο•

    носом к носу μύτη με μύτη•

    плечо к плечу ή плечом к плечу πλάτη με πλάτη (πλάι-πλάι ή μονιασμένα).

    7. (για κατηγορία, ομάδα, επάγγελμα κλπ.) στον, στην, στον απο•

    он принадлежит к крупным капиталистам αυτός είναι από τους μεγάλους καπιταλιστές.

    8. σε•

    к нам пришли гости (σε) μας ήρθαν μουσαφίρηδες.

    9. (παρότρυνση, τρόπο) προς, για•

    вперёд! к победе εμπρός! για τη νίκη.

    10. (για επικεφαλίδα) επί για, προς•

    к столетию А.С. Пушкина για τα εκατοντάχρονα του Α.Σ. Πούσκιν.

    11. (άλλες επί μέρους σημασίες)•

    к несчастью δυστυχώς•

    к счастью ευτυχώς•

    к сожалению προς λύπη (δυστυχώς)•

    к тому же επί πλέον, κι ακόμα•

    к лучшему προς το καλύτερο•

    к худшему προς το χειρότερο•

    к моему стыду για ντροπή μου•

    к моему удовлетворению προς ικανοποίηση μου.

    Большой русско-греческий словарь > к

  • 6 плыть

    плыву, плывшь, παρλθ. χρ. плыл
    -ла, плыло
    ρ.δ.
    1. κολυμπώ• πλέω•

    плыть кролем κολυμπώ πρηνηδόν, με την κοιλιά•

    плыть на спине κολυμπώ ανάσκελα.

    || επιπλέω. || ταξιδεύω με πλωτό μέσο•

    плыть по течению πλέω κατά το ρεύμα (τον ρουν)•

    плыть против течения πλέω αντίθετα προς το ρεύμα, αναπλέω, πλέω αναπόταμα.-под парусами πλέω με τα πανιά, αρμενίζω,ιστιοπλοώ•. плыть быстро ταχυπλοώ•

    плыть медленно βρα-δυπλοώ, βραδυπλέω•

    плыть на вслах πλέω με κουπιά•

    плыть в лодке πλέω με τη βάρκα, λεμβοδρο-μώ•

    плыть на всех парусах πλέω πλησίστιος•

    плыть в открытом море πλέω στα αμοιχτά.

    2. μτφ. πετώ αργά και ομαλά, λάμνω, αιωρούμαι, μετεωρίζομαι (για πτηνά). || κινούμαι, περνώ, διαβαίνω.
    3. λιώνω, τήκομαι•

    сургуч плывт το βουλοκέρι λιώνει.

    εκφρ.
    плыть в руки – κατορθώνω, τα καταφέρω, είμαι σε όλα καταφερτζής•
    плыть по течению – προσαρμόζομαι στις περιστάσεις, καιροσκοπώ•
    плыть против течения – πηγαίνω αντίθετα (προς την κρατούσα κατάσταση)•
    плыть сквозь пальцы – ξοδεύομαι, δαπανώμαι αφειδώς (για χρήματα κ.τ.τ.)• всё шшвт передо мной όλα μου φέρνουν γύρω (στα μάτια)• ζαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > плыть

  • 7 солнце

    α.
    ο ήλιος•

    вращение земли вокруг солнца περιστροφή της γης γύρω από τον ήλιο•

    восход солнца ανατολή του ήλιου•

    заход -а δύση του ήλιου•

    затмение -а έκλειψη του ήλιου•

    сушить на солнце ξηραίνω στον ήλιο•

    греться на солнце ζεσταίνομαι στον ήλιο, λιάζομαι.

    εκφρ.
    до -а – πριν την ανατολή του ήλιου,πριν να βγε ι (ανατε ίλει) ο ήλιος•
    идти по -у – πηγαίνω (παροσανατολίζομαι) με τον ήλιο.

    Большой русско-греческий словарь > солнце

См. также в других словарях:

  • περίειμι — (I) ΜΑ επιζώ, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» προτιμά να επιζήσει αυτός, Ηρόδ. β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.) αρχ. 1. βρίσκομαι γύρω από κάτι («χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν», Θουκ.) 2. υπερέχω,… …   Dictionary of Greek

  • περιοδεύω — ΝΜΑ ταξιδεύω γύρω γύρω, περιέρχομαι, μετακινούμαι από τόπο σε τόπο, πηγαίνω σε όλα τα σημεία περιοχής (α. «οι υποψήφιοι βουλευτές περιοδεύουν στην ύπαιθρο» β. «οὕς ἐξαπέστειλεν ὁ Κύριος περιοδεῡσαι τὴν γῆν», Ωριγ.) νεοελλ. το ουδ. εν. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • παράγω — ΝΜΑ 1. δίνω ύπαρξη σε κάτι, γεννώ, δημιουργώ, φτειάχνω 2. γραμμ. (το ενεργ. και συν. το μέσ.) (για λέξη) σχηματίζω ή σχηματίζομαι με την προσθήκη κατάληξης ή με την παρεμβολή προσφύματος («το ουσιαστικό λόγος παράγεται από το ρήμα λέγω») νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • περιάγω — ΝΜΑ οδηγώ κάποιον ή κάτι γύρω, περιφέρω (α. «ἄγγελος... στολήν σε... ἠμφίασε καὶ ὡς νύμφην περιήγαγε», Μηναί. β. «τὸ δὲ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου πεδίον περιήγαγε», Ξεν.) νεοελλ. κάνω κάποιον να έλθει σε δύσκολη κατάσταση («η χαρτοπαιξία τόν… …   Dictionary of Greek

  • περιστρωφώ — άω, Α 1. στρέφω γύρω από κάτι ή στρέφω εδώ κι εκεί, περιφέρω 2. (αμτβ.) στρέφομαι γύρω από κάτι ή στρέφομαι εδώ κι εκεί, περιφέρομαι 3. μέσ. περιστρωφοῡμαι, έομαι πηγαίνω εδώ κι εκεί προς ὁλες τις κατευθύνσεις, τριγυρίζω, περιέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Krifo scholio — In Greek history, the term Krifó scholió (Greek κρυφό σχολειό or κρυφό σχολείο , lit. Secret school ) refers to allegedly illegal underground schools for teaching the Greek language and Christian doctrines, provided by the Greek Orthodox Church… …   Wikipedia

  • ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω …   Dictionary of Greek

  • πρωί — επίρρ. χρον. 1. ο χρόνος γύρω από την ανατολή του ήλιου: Σηκώνομαι πολύ πρωί. 2. το πριν από το μεσημέρι χρονικό διάστημα: Πρωί θα είμαι στο γραφείο. 3. ως ουσ., μόνο ονομαστ. και αιτ. εν., οι άλλες πτώσεις αναπληρώνονται με τη λέξη πρωινό: Όλο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»